- ὄτοβον
- ὄτοβοςany loud noisemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ότοβος — ὄτοβος, ὁ (Α) 1. ισχυρός κρότος, θόρυβος, κτύπος, βοή («ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω», Αισχύλ.) 2. (γενικά) ήχος («γλυκὺν αὐλῶν ὄτοβον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. με εκφραστικό επίθημα βος (πρβλ. θόρυβος, φλοίσβος), βλ. και λ. οτοτοί] … Dictionary of Greek